ταπεινότητα

ταπεινότητα
η /ταπεινότης, -ητος, ΝΜΑ [ταπεινός]
(με αρνητική σημ.) η ιδιότητα τού ταπεινού, ευτέλεια ψυχής, ποταπότητα
νεοελλ.
μετριοφροσύνη, σεμνότητα («η ταπεινότητά μου» — τυπική έκφραση μετριοφροσύνης που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι πατριάρχες αντί τής λ. εγώ)
αρχ.
1. το να είναι κάτι χαμηλό ή να βρίσκεται χαμηλά («διὰ τὴν σμικρότητα καὶ ταπεινότητα... τῆς μήτρας», Πλούτ.)
2. ηθική κατάπτωση, εξευτελισμός
3. αθυμία, κατήφεια
4. (για λεκτικό ύφος) αυτός που στερείται ποιότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταπεινότητα — η 1.το να είναι κανείς ταπεινός, μετριοφροσύνη. 2. δουλοπρέπεια, προστυχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταπεινότητα — ταπεινότης lowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέννεια — ἀγέννεια και ἀγένεια και ἀγεννία, η (Α) [ἀγενής] εξαθλίωση, αθλιότητα, ταπεινότητα …   Dictionary of Greek

  • αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …   Dictionary of Greek

  • ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • κλιτότητα — και κλιτότη, η [κλιτός] ταπεινότητα, σεμνότητα («και πάντα με κλιτότητα και με ταπεινωσύνη εθώρειε», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • μικροφροσύνη — μικροφροσύνη, ἡ (Α) [μικρόφρων] το να έχει κανείς μικρό και ταπεινό φρόνημα, η ταπεινότητα στο φρόνημα …   Dictionary of Greek

  • ταπεινολογώ — έω, Μ [ταπεινολόγος] μιλώ με ταπεινότητα, με σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • ταπεινολόγος — ον, ΜΑ αυτός που μιλά με ταπεινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • ταπεινοφρόνημα — τὸ, Μ [ταπεινοφρονῶ] 1. ενέργεια με την οποία επιχειρείται ή διενεργείται η ταπείνωση κάποιου 2. ταπεινότητα ψυχής, ποταπότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”