ταπεινότητα — η 1.το να είναι κανείς ταπεινός, μετριοφροσύνη. 2. δουλοπρέπεια, προστυχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταπεινότητα — ταπεινότης lowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέννεια — ἀγέννεια και ἀγένεια και ἀγεννία, η (Α) [ἀγενής] εξαθλίωση, αθλιότητα, ταπεινότητα … Dictionary of Greek
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
κλιτότητα — και κλιτότη, η [κλιτός] ταπεινότητα, σεμνότητα («και πάντα με κλιτότητα και με ταπεινωσύνη εθώρειε», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
μικροφροσύνη — μικροφροσύνη, ἡ (Α) [μικρόφρων] το να έχει κανείς μικρό και ταπεινό φρόνημα, η ταπεινότητα στο φρόνημα … Dictionary of Greek
ταπεινολογώ — έω, Μ [ταπεινολόγος] μιλώ με ταπεινότητα, με σεμνότητα … Dictionary of Greek
ταπεινολόγος — ον, ΜΑ αυτός που μιλά με ταπεινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + λόγος*] … Dictionary of Greek
ταπεινοφρόνημα — τὸ, Μ [ταπεινοφρονῶ] 1. ενέργεια με την οποία επιχειρείται ή διενεργείται η ταπείνωση κάποιου 2. ταπεινότητα ψυχής, ποταπότητα … Dictionary of Greek